κλεφτοΰπνι

κλεφτοΰπνι
το
ύπνος ελαφρός και μικρής διάρκειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεφτός + -ύπνι (< ύπνος), πρβλ. πρωτο-ΰπνι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”